πολύκλητοι

πολύκλητοι
πολύκλητος
called from many a land
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολύκλητος — ον, Α (επικ. τ.) (για τους συμμάχους τών Τρώων) αυτός που έχει προσκληθεί από μακριά («πολύκλητοι δ ἔσαν ἄνδρες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλητός (< καλῶ), πρβλ. απρόσ κλητος, αυτό κλητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”